- θειωτήρας
- ο [θειώ (ΙΙ)](γεωπ·)γεωργικό εργαλείο με το οποίο διασκορπίζεται θείο σε μορφή σκόνης στα εναέρια τμήματα διαφόρων καλλιεργούμενων φυτών για την καταπολέμηση διαφόρων ασθενειών, κν. θειαφιστήρι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.